ακουάριο

ακουάριο
το
(λ. λατιν.), ενυδρείο: Στη Ρόδο υπάρχει ακουάριο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακουάριο — το διεθνής ονομασία τού ενυδρείου*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. < λατ. aquarium «δεξαμενή πόσιμου νερού», πιθ. με μεσολάβηση τού ιταλ. acquario] …   Dictionary of Greek

  • ενυδρείο — το δεξαμενή, δοχείο κτλ., όπου συντηρούνται υδρόβια ζώα και φυτά των γλυκών ή αλμυρών νερών, το ακουάριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”